συναποδέχομαι
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
A join in admitting, -δεδέχθαι [τὸ τέμενος] ἄσυλον εἶμεν SIG629.18 (Aetolia, ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συναποδέχομαι: ἀποδέχομαι ὁμοῦ, Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V. σ. 375.
Greek Monolingual
Α
αποδέχομαι κάτι επί πλέον.
Greek Monolingual
Α
αποδέχομαι κάτι επί πλέον.