συνιτικός
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
ή, όν, A disposed to come together or to be condensed, σ. εἰς αὑτό, opp. διιτικός, Arist.Pr.905b14 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
συνῐτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος συνιέναι, συνιτικώτερον εἰς αὐτό, δυνάμενον εἰς αὐτὸ συνιέναι, Ἀριστ. Προβλ. 11. 58, 4, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, διιτικώτερον.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να συμπυκνωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνειμι (πρβλ. ἰτός: εἶμι, διιτικός: δίειμι)].
Russian (Dvoretsky)
συνῐτικός: σύνειμι II] стягивающийся, сжимающийся, сгущающийся (ἀήρ Arst.).