φιλόκωμος

From LSJ
Revision as of 14:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκωμος Medium diacritics: φιλόκωμος Low diacritics: φιλόκωμος Capitals: ΦΙΛΟΚΩΜΟΣ
Transliteration A: philókōmos Transliteration B: philokōmos Transliteration C: filokomos Beta Code: filo/kwmos

English (LSJ)

ον, A fond of feasting and dancing, epithet of Anacreon, Simon.183.5; πηκτίς AP5.174 (Mel.), cf. Polem.Phgn.13, 67.

German (Pape)

[Seite 1281] lustige Gelage u. Umzüge liebend; Anakreon, Simon. 51; πηκτίς Mel. 60 (V, 175).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκωμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κώμους, τὰς διασκεδάσεις μετ’ εὐωχίας καὶ χοροῦ, ἐπίθ. τοῦ Ἀνακρέοντος, Σιμωνίδ. (;) 179· πηκτὶς Ἀνθολ. Παλατ. 5. 175.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις
2. (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες
3. (το αρσ.) προσωνυμία του Ανακρέοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κωμος (< κῶμος «συμπόσιο, διασκέδαση»), πρβλ. κραιπαλό -κωμος].

Russian (Dvoretsky)

φιλόκωμος: любящий веселые пиры или шествия (πηκτίς Anth.).