χασμαθυπουργός
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Full diacritics: χασμᾰθυπουργός | Medium diacritics: χασμαθυπουργός | Low diacritics: χασμαθυπουργός | Capitals: ΧΑΣΜΑΘΥΠΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: chasmathypourgós | Transliteration B: chasmathypourgos | Transliteration C: chasmathypourgos | Beta Code: xasmaqupourgo/s |
ὁ, A servant in the chasm, PMag.Lond.121.353 (pl.).
ὁ, Α
αυτός που υπηρετεί στο χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, -ατος + ὑπουργός με τροπή του κλειστού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενο φωνήεν].