χηνώδης

From LSJ
Revision as of 15:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνώδης Medium diacritics: χηνώδης Low diacritics: χηνώδης Capitals: ΧΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: chēnṓdēs Transliteration B: chēnōdēs Transliteration C: chinodis Beta Code: xhnw/dhs

English (LSJ)

ες, A like a goose, S.E.M.7.329.

German (Pape)

[Seite 1353] ες, gänseartig, Sp. Bei S. Emp. adv. log. 1, 329 wird nugator erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

χηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χῆνα, «χηνόμυαλος», μωρός, ἕνα φρόνιμον εἶναι, πολλοὺς δὲ χηνώδεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 329. {{grml |mltxt=-ώδες / χηνώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χήν/χήνα
όμοιος με χήνα
αρχ.
μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.). }}

Russian (Dvoretsky)

χηνώδης: ὁ похожий на гуся, т. е. болтун, пустомеля (χηνώδεις καὶ ἄπιστοι Sext.).