ψευδόπτωχος
From LSJ
ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough
English (LSJ)
ὁ, A pretended beggar, Eust. 1761.54.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόπτωχος: ὁ, ψευδὴς πτωχὸς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Σ. 1761, 56.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
άτομο που προσποιείται τον φτωχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + πτωχός.