ψευδοκατήγορος

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοκατήγορος Medium diacritics: ψευδοκατήγορος Low diacritics: ψευδοκατήγορος Capitals: ΨΕΥΔΟΚΑΤΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: pseudokatḗgoros Transliteration B: pseudokatēgoros Transliteration C: psevdokatigoros Beta Code: yeudokath/goros

English (LSJ)

ὁ, A false accuser, slanderer, Hsch. s.v. ἀνάδικοι, Cat.Cod.Astr.7.112.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Ankläger, Verleumder, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκατήγορος: -ον, ὁ ψευδῶς κατηγορῶν, συκοφάντης Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
πρόσωπο που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κατήγορος.