γητομέω
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
A cleave the ground, A.R.2.1005, Lyc.268.
Greek (Liddell-Scott)
γητομέω: κατακόπτω τὴν γῆν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1005, Λυκόφρ. 263, πρβλ. γατόμος.