γογγυλίδιον
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
τό, A = καταπότιον, Hp. ap. Erot. (γογγυλίδα codd.), Gal.19.91.
German (Pape)
[Seite 500] τό, Pille, Medic., dim. zu γογγυλίς.
Spanish (DGE)
-ου, τό píldora pequeña Hp. en Erot.31.1, Gal.19.91.
Greek Monolingual
γογγυλίδιον, το (Α) γογγύλος
χάπι.