δίκορος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον, A having a double pupil, Ptol.Chenn.p.192W., Suid., Eust.295.44.
German (Pape)
[Seite 629] mit zwei verschiedenen Pupillen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δίκορος: -ον, ὁ ἔχων διαφόρους τὴν χροιὰν ὀφθαλμούς, Μυθογρ. σ. 192, 14 West., Κωνστ. Μανασσ. 3009. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄ σ. 43.
Spanish (DGE)
-ον
1 de doble pupila de la mujer de Candaules, Abas 2.
2 de pupilas de color diferente dicho de Támiris, Eust.298.44, del emperador Anastasio, Io.Mal.Chron.M.97.580C, Sud.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίκορος, -ον)
αυτός του οποίου τα μάτια έχουν διαφορετικό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρη «στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού»].