διενεκτέον
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
English (LSJ)
(διαφέρω) A one must excel, Luc.Astr.1.
Greek (Liddell-Scott)
διενεκτέον: ῥημ ἐπίθ. τοῦ διαφέρω, πρέπει τις νὰ ὑπερέχῃ, Λουκ. Ἀστρολ. 1.
Spanish (DGE)
1 hay que destacar, hay que descollar c. ac. rel. οὐδὲ διδασκαλίην ἐπαγγέλλεται ὅκως ταύτην τὴν μαντοσύνην δ. Luc.Astr.1.
2 hay que establecer distinciones c. dat. agente φιλοσοφίᾳ ... οὐ δ. ὑπὲρ τῶν ὀνομάτων la filosofía no debe establecer diferencias en razón de los términos Synes.Regn.21 (p.51).
Greek Monotonic
διενεκτέον: ρημ. επίθ. του διαφέρω, πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διενεκτέον: adj. verb. к διαφέρω.