δισώματος
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
ον, A double-bodied, D.S.4.12, Orph. H.71.5, Fr.57, Ph.2.481; with two chambers, εἰσώστης CIG2842 (Aphrodisias).
Greek (Liddell-Scott)
δῐσώματος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦν σῶμα, θῆρες Διόδ. 4. 12, Ὀρφ. Ὕμν. 70. 5· ἔχων δύο θαλάμους, Συλλ. Ἐπιγρ. 2842· -οὕτω, δίσωμος, ον, λεγόμενον περί τινων ἀστερισμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 6.
Spanish (DGE)
(δῐσώμᾰτος) -ον
1 de cuerpo doble θῆρες D.S.4.12, χροιή Orph.H.71.5, Κένταυροι Sch.Pi.P.2.78d, del principio femenino en un sistema gnóstico (ἡ θήλεια ἀρχή) δίγνωμος, δ. Iust.Gn. en Hippol.Haer.10.15
•subst. οἱ δισώματοι seres con dos cuerpos Ph.2.481
•de doble naturaleza (cf. δίσωμος 1) Vett.Val.174.9.
2 que tiene dos sexos θεός τις δ. un dios hermafrodita del Eros órfico, Orph.Fr.57.
3 que tiene hueco para dos cuerpos εἰσώστη CIG 2842.3 (Afrodisias, biz.).
Greek Monolingual
και δίσωμος, -η, -ο (Α δισώματος και δίσωμος, -ον)
1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα
2. αυτός που έχει δύο θαλάμους.