δισώματος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
δισώματον, double-bodied, D.S.4.12, Orph. H.71.5, Fr.57, Ph.2.481; with two chambers, εἰσώστης CIG2842 (Aphrodisias).
Spanish (DGE)
(δῐσώμᾰτος) -ον
1 de cuerpo doble θῆρες D.S.4.12, χροιή Orph.H.71.5, Κένταυροι Sch.Pi.P.2.78d, del principio femenino en un sistema gnóstico (ἡ θήλεια ἀρχή) δίγνωμος, δ. Iust.Gn. en Hippol.Haer.10.15
•subst. οἱ δισώματοι seres con dos cuerpos Ph.2.481
•de doble naturaleza (cf. δίσωμος 1) Vett.Val.174.9.
2 que tiene dos sexos θεός τις δ. un dios hermafrodita del Eros órfico, Orph.Fr.57.
3 que tiene hueco para dos cuerpos εἰσώστη CIG 2842.3 (Afrodisias, biz.).
German (Pape)
mit zwei Leibern; θῆρες DS. 4.12; Orph. H. 70.5.
Russian (Dvoretsky)
δισώμᾰτος: двухтелый (θῆρες = Κένταυροι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐσώματος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦν σῶμα, θῆρες Διόδ. 4. 12, Ὀρφ. Ὕμν. 70. 5· ἔχων δύο θαλάμους, Συλλ. Ἐπιγρ. 2842· -οὕτω, δίσωμος, ον, λεγόμενον περί τινων ἀστερισμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 6.
Greek Monolingual
και δίσωμος, -η, -ο (Α δισώματος και δίσωμος, -ον)
1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα
2. αυτός που έχει δύο θαλάμους.