θορόεις
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
εσσα, εν, A in embryo, βρέφος θ. Opp.C.3.522.
German (Pape)
[Seite 1215] εσσα, εν, saamenartig, noch im Keime, unentwickelt, βρέφος Opp. Cyn. 3, 522.
Greek (Liddell-Scott)
θορόεις: εσσα, εν, ἐν ἐμβρύῳ, ἐν σπέρματι, βρέφος θ. Ὀππ. Κυν. 3. 522.
Greek Monolingual
θορόεις, -εσσα, -εν (Α) θορός
αυτός που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί, αυτός που είναι σπέρμα, έμβρυο.