θυελλοτόκος
English (LSJ)
ον, A producing storms, ib.28.277.
German (Pape)
[Seite 1221] Sturmwind erzeugend, θάλασσα Nonn. D. 28, 277.
Greek (Liddell-Scott)
θυελλοτόκος: -ον, παράγων θυέλλας, Νόνν. Δ. 28. 277.
Greek Monolingual
θυελλοτόκος, -ον, (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που παράγει θύελλες, αυτός που προκαλεί θύελλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. διδυμοτόκος, κυμοτόκος.