θυρσοκόμος

Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, A thyrsuskeeper, a play of Lysippus, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοκόμος: ὁ, ὁ περιποιούμενος τὸν θύρσον· ἓν ἐκ τῶν δραμάτων τοῦ Λυσίππου, Σουΐδ. ἐν λ. Λύσιππος.

Greek Monolingual

θυρσοκόμος, ὁ (Α)
1. (ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο
2. ως κύρ. όν. Θυρσοκόμος
τίτλος δράματος του Λυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.