θυρσοκόμος
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
ὁ, thyrsuskeeper, a play of Lysippus, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοκόμος: ὁ, ὁ περιποιούμενος τὸν θύρσον· ἓν ἐκ τῶν δραμάτων τοῦ Λυσίππου, Σουΐδ. ἐν λ. Λύσιππος.
Greek Monolingual
θυρσοκόμος, ὁ (Α)
1. (ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο
2. ως κύρ. όν. Θυρσοκόμος
τίτλος δράματος του Λυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.