τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: κίνδυν | Medium diacritics: κίνδυν | Low diacritics: κίνδυν | Capitals: ΚΙΝΔΥΝ |
Transliteration A: kíndyn | Transliteration B: kindyn | Transliteration C: kindyn | Beta Code: ki/ndun |
ῡνος, ὁ, A v. κίνδυνος.
κίνδυν: -ῡνος, ὁ, ἴδε κίνδυνος, ἐν ἀρχ.
κίνδυν, -υνος, ὁ (Α)
βλ. κίνδυνος.
κίνδυν: ὁ, только gen. κίνδῡνος и dat. κίνδῡνι Sappho = κίνδυνος.