καλλίχοιρος

From LSJ
Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίχοιρος Medium diacritics: καλλίχοιρος Low diacritics: καλλίχοιρος Capitals: ΚΑΛΛΙΧΟΙΡΟΣ
Transliteration A: kallíchoiros Transliteration B: kallichoiros Transliteration C: kallichoiros Beta Code: kalli/xoiros

English (LSJ)

[ῐ], ον, A with fine pigs, ὗς Arist.HA573b12.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Ferkeln, Arist. H. A. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχοιρος: -ον, ἐπὶ τῆς ὑός, «γουρούνας», ἡ γεννῶσα καλοὺς χοίρους, «εἰσὶ δὲ τῶν ὑῶν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι μόνον, αἱ δὲ ἐπαυξανόμεναι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 29.

Greek Monolingual

καλλίχοιρος, -ον (Α)
(για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

καλλίχοιρος: (λῐ) имеющий красивых поросят (ὗς Arst.).