καμίσιον

From LSJ
Revision as of 13:45, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμίσιον Medium diacritics: καμίσιον Low diacritics: καμίσιον Capitals: ΚΑΜΙΣΙΟΝ
Transliteration A: kamísion Transliteration B: kamision Transliteration C: kamision Beta Code: kami/sion

English (LSJ)

τό, A shirt, Stud.Pal.20.245.10 (vi A.D.), etc.:—also κάμισον, τό, PGen.80.1 (Arch.Pap.3.404, iv A.D.). [ῑ inferred from Romance languages; κάμασος and καμάσιον are perhaps different.]

Greek Monolingual

καμίσιον, τὸ (AM Μ, και καμίσιν)
είδος φορέματος, ίσως πουκάμισο που φορούσαν οι καμισάτοι, αλλ. καμάσιον
αρχ.
στρατιωτικό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. camisia, που είναι δάνειο πιθ. από την Κελτική. Η λ. καμίσιον μαρτυρείται ως β' συνθετικό στον τ. πουκάμισο (< υπο-κάμισον)].