καινόκουφον

From LSJ
Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόκουφον Medium diacritics: καινόκουφον Low diacritics: καινόκουφον Capitals: ΚΑΙΝΟΚΟΥΦΟΝ
Transliteration A: kainókouphon Transliteration B: kainokouphon Transliteration C: kainokoufon Beta Code: kaino/koufon

English (LSJ)

τό, A new cask, POxy.1911.181 (vi A.D.).

Greek Monolingual

καινόκουφον, τὸ (Α)
πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῦφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή της σημασίας του β' συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος].