καλοτύπος
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (κᾶλον) A woodpecker, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοτύπος: ὁ, (κᾶλον) «ὁ δρυοκολάπτης» Ἡσύχ.