κατακίρνημι

From LSJ
Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακίρνημι Medium diacritics: κατακίρνημι Low diacritics: κατακίρνημι Capitals: ΚΑΤΑΚΙΡΝΗΜΙ
Transliteration A: katakírnēmi Transliteration B: katakirnēmi Transliteration C: katakirnimi Beta Code: kataki/rnhmi

English (LSJ)

A = κατακεράννυμι, in Pass., Longin.15.9, AP9.362.12, Iamb.in Nic.p.119P.:—also κατακηλ-κιρνάω, Id.Protr.21.ισ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακίρνημι: ποιητικὸν ἀντὶ κατακεράννυμι, μιγνύω, μετριάζω, ἡ ὑγρότης κατεκίρνα τὸ ἄγαν θερμὸν Ἀλέξ. Ἀφρ.· Προβλ. 2, 70, καὶ Παθ., ῥητορικὴ κατακιρναμένη ταῖς ἐπιχειρήσεσι Λογγῖνος 15. 9· εὐωδία κατακιρναμένη τῷ περιέχοντι ἀέρι Κασσ. Προβλ. 35.

Greek Monolingual

κατακίρνημι (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. κατακεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κατακίρνημι: (только pass. κατακίρνᾰμαι) Anth. = κατακεράννυμι.