κολοβοδιέξοδος

Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

ον, A having a curtailed passage, of stars whose rising and setting is invisible owing to sunrise and sunset, Ptol.Phas. p.8 H., al.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοδιέξοδος: -ον, ἔχων κολοβήν, περικεκομμένην διέξοδον, διάβασιν, ἐπί τινων ἀστέρων, Πτολεμ.

Greek Monolingual

κολοβοδιέξοδος, -ον (Α)
(για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω της ανατολής και της δύσης του Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῦσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν κολοβοδιεξόδων», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + διέξοδος.