κολλουρίς
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: κολλουρίς | Medium diacritics: κολλουρίς | Low diacritics: κολλουρίς | Capitals: ΚΟΛΛΟΥΡΙΣ |
Transliteration A: kollourís | Transliteration B: kollouris | Transliteration C: kollouris | Beta Code: kollouri/s |
ίδος, ἡ, A marsh-mallow, Gloss.
κολλουρίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλλουρος
είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους.