κορδύλειος

From LSJ
Revision as of 13:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδύλειος Medium diacritics: κορδύλειος Low diacritics: κορδύλειος Capitals: ΚΟΡΔΥΛΕΙΟΣ
Transliteration A: kordýleios Transliteration B: kordyleios Transliteration C: kordyleios Beta Code: kordu/leios

English (LSJ)

[ῡ], α, ον, A made from κορδύλη 111, ταρίχη prob. in Ath. 3.120f.

Greek Monolingual

κορδύλειος, -εία, -ον (Α) κορδύλη
κατασκευασμένος από το είδος τον(ν)ου σκορδύλη («κορδύλεια ταρίχη» — αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.).