κρανιόλειος

Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A bald-crowned, bald-headed, Com.Adesp.1050.

German (Pape)

[Seite 1500] kahlköpfig, mit einer Glatze, ὁ φαλακρός, B. A. p. 49, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱνιόλειος: -ον, ὁ, τὸ κρανίον ἔχων λεῖον, φαλακρός, A. B. 49.

Greek Monolingual

κρανιόλειος, -ον (Α)
φαλακρός, με λείο κρανίο, χωρίς τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίον + λεῖος.