κρανιόλειος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
κρανιόλειον, bald-crowned, bald-headed, Com.Adesp.1050.
German (Pape)
[Seite 1500] kahlköpfig, mit einer Glatze, ὁ φαλακρός, B. A. p. 49, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱνιόλειος: -ον, ὁ, τὸ κρανίον ἔχων λεῖον, φαλακρός, A. B. 49.
Greek Monolingual
κρανιόλειος, -ον (Α)
φαλακρός, με λείο κρανίο, χωρίς τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίον + λεῖος.