κρύφιμος

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠφιμος Medium diacritics: κρύφιμος Low diacritics: κρύφιμος Capitals: ΚΡΥΦΙΜΟΣ
Transliteration A: krýphimos Transliteration B: kryphimos Transliteration C: kryfimos Beta Code: kru/fimos

English (LSJ)

ον, A = κρύφιος, Man.1.159, al., PMag.Par.1.1353, PMag.Lond.122.15, Cat.Cod.Astr.8(4).185: Comp., Dam.Pr. 275.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφιμος: -ον, = κρύφιος, παρὰ Μανέθωνι 1. 159 (ἐφθαρμένον χωρίον) ― κρυφιμαῖος, α, ον, Μακαρ. Ὁμιλ. σ. 161. 6· ― Ἐπίρρ. -αίως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 730.

Spanish

oculto, las cosas secretas, lo oculto

Greek Monolingual

κρύφιμος, -ον (Α)
πάπ. κρυφός, απόκρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. κέ-κρυφ-α) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. μάχιμος, τρόφ-ιμος)].