κόπρανα
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τά, A excrements, Hp.Epid.1.26.β, Aret.SA2.5.
Greek (Liddell-Scott)
κόπρᾰνα: τά, περιττώματα, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 970, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5.
Greek Monolingual
τα (ΑM κόπρανα)
τα στερεά άχρηστα προϊόντα της πέψης που αποβάλλονται διά μέσου του πρωκτού, τα περιττώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, κόπ-αν-ον)].