λεπαδεύομαι
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
(λεπάς) A fish for limpets, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 29] Muscheln (λεπάς) fischen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λεπᾰδεύομαι: ἀποθ. (λεπὰς) συλλέγω λεπάδας, Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
λεπαδεύομαι (Α)
μαζεύω πεταλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπάς, -άδος].