λικμητικός

From LSJ
Revision as of 14:52, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικμητικός Medium diacritics: λικμητικός Low diacritics: λικμητικός Capitals: ΛΙΚΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: likmētikós Transliteration B: likmētikos Transliteration C: likmitikos Beta Code: likmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for winnowing, πτύον Eust.135.43.

German (Pape)

[Seite 46] zum Getreidereinigen gehörig, worfelnd, Eust. 135, 43.

Greek (Liddell-Scott)

λικμητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίκμησιν, πτύον Εὐστ. 135. 43.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λικμητικός, -ή, -όν) λικμώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα, λιχνιστικός, κατάλληλος για λίχνισμα («λικμητικὸν πτύον», Ευστ.).