πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Full diacritics: λιχμήμων | Medium diacritics: λιχμήμων | Low diacritics: λιχμήμων | Capitals: ΛΙΧΜΗΜΩΝ |
Transliteration A: lichmḗmōn | Transliteration B: lichmēmōn | Transliteration C: lichmimon | Beta Code: lixmh/mwn |
ον, gen. ονος, A licking, of mice, Nic.Al.37.
λιχμήμων, λίχμημον (Α)
(για ποντικό) αυτός που γλείφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ζηλήμων, θελήμων)].