θελήμων
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
θελήμον, gen. ονος, voluntary, εἰρεσίη A.R.2.557.
German (Pape)
[Seite 1192] ον, freiwillig, Ap. Rh. 2, 557. 4, 1657.
Greek (Liddell-Scott)
θελήμων: -ον, γεν. ονος, θέλων, θεληματικός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 556.
Greek Monolingual
θελήμων, -ον (Α) θέλημα
αυτός που θέλει, ο θεληματικός.