ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: ληνοποιός | Medium diacritics: ληνοποιός | Low diacritics: ληνοποιός | Capitals: ΛΗΝΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: lēnopoiós | Transliteration B: lēnopoios | Transliteration C: linopoios | Beta Code: lhnopoio/s |
ὁ, A = ληνοβάτης, Gloss.
ληνοποιός, ὁ (Α)
ληνοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + -ποιός (< ποιῶ)].