φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
Full diacritics: ληνοποιός | Medium diacritics: ληνοποιός | Low diacritics: ληνοποιός | Capitals: ΛΗΝΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: lēnopoiós | Transliteration B: lēnopoios | Transliteration C: linopoios | Beta Code: lhnopoio/s |
ὁ, = ληνοβάτης, Glossaria.
ληνοποιός, ὁ (Α)
ληνοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + -ποιός (< ποιῶ)].