λύχνον
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
τό, A = λύχνος, Hippon. 22 Diehl, BGU338.1, al. (ii/iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 74] τό, = λύχνος, scheint nur im plur., der heterogenisch für λύχνοι steht, vorzukommen, Her. 2, 62. 133, wie auch Eur. Cycl. 512 λύχνα ἁμμένα δάϊα sagt u. aus Callim. frg. 252 λύχνα φανείη citirt wird, wie aus Hipponax im E. M.
Greek (Liddell-Scott)
λύχνον: τό, = λύχνος, Ἱππῶναξ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 572. 21, ἐκτὸς ἐὰν τοῦτο λογισθῇ λάθος τῶν Γραμμ. προκῦψαν ἐκ τοῦ λύχνα, πληθ. τοῦ λύχνος.
Greek Monolingual
λύχνον, τὸ (Α)
ο λύχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λύχνος, κατά τα ουδέτερα].