λοπητός

From LSJ
Revision as of 14:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπητός Medium diacritics: λοπητός Low diacritics: λοπητός Capitals: ΛΟΠΗΤΟΣ
Transliteration A: lopētós Transliteration B: lopētos Transliteration C: lopitos Beta Code: lophto/s

English (LSJ)

ὁ, A the time of bark peeling off, Id.HP5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

λοπητός: ὁ, ἡ περίοδος ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. ὅταν ὁ φλοιὸς αὐτῶν εἶναι εὐπεριαίρετος, «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.

Greek Monolingual

λοπητός, ὁ (Α) λοπώ
η περίοδος κατά την οποία ο φλοιός τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.