λοπητός
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ, A the time of bark peeling off, Id.HP5.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοπητός: ὁ, ἡ περίοδος ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. ὅταν ὁ φλοιὸς αὐτῶν εἶναι εὐπεριαίρετος, «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.
Greek Monolingual
λοπητός, ὁ (Α) λοπώ
η περίοδος κατά την οποία ο φλοιός τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.