μικρόμυρτος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον, A with small berries, of myrtle, Thphr.CP6.18.5.
German (Pape)
[Seite 184] mit kleinen Myrtenbeeren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόμυρτος: -ον, ὁ φέρων μικροὺς κόκκους ἢ μύρτα, ἐπὶ τῆς μύρτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 5.
Greek Monolingual
μικρόμυρτος, -ον (Α)
(για τη μυρτιά) αυτή που έχει μικρούς κόκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μύρτος «μυρτιά»].