μυδαίνω

Revision as of 15:43, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

(μύδος A) A wet, soak, φάρμακα μυδήνας A.R.3.1247, cf. 1042, Lyc. 1008; also, = σήπω, Hsch. [ῠ in διαμυδαίνω.]

German (Pape)

[Seite 213] befeuchten, benetzen, durchwässern; Ap. Rh. 3, 1042. 1247; Lycophr. 1008; auch = durch Nässe verfaulen lassen, σήπω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μῡδαίνω: (μύδος) διαβρέχω, ὑγραίνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1042, Λυκόφρ. 1008· ὡσαύτως = σήπω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυδαίνω (Α)
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ- του μυδῶ «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε -αίνω].