μονογόνατος

From LSJ
Revision as of 15:37, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονογόνᾰτος Medium diacritics: μονογόνατος Low diacritics: μονογόνατος Capitals: ΜΟΝΟΓΟΝΑΤΟΣ
Transliteration A: monogónatos Transliteration B: monogonatos Transliteration C: monogonatos Beta Code: monogo/natos

English (LSJ)

ον, A made from a single joint, of a reed-pen, Edict.Diocl.18.12.

Greek (Liddell-Scott)

μονογόνατος: ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303.

Greek Monolingual

μονογόνατος, -ον (Α)
(για τον κάλαμο που χρησιμοποιούνταν στη γραφή) αυτός που είναι κατασκευασμένος από τεμάχιο με ένα μόνο γόνατο, δηλ. έναν μόνο αρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γόνατον].