μονῳδικός
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
ή, όν, A of or for a μονῳδία, γυμνάσματα Sch.Ar.Ra.974.
German (Pape)
[Seite 206] ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονῳδικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μονῳδικός, -ή, -όν)
μονωδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη μονωδία.