ξανθοειδής
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ές, A yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.
Full diacritics: ξανθοειδής | Medium diacritics: ξανθοειδής | Low diacritics: ξανθοειδής | Capitals: ΞΑΝΘΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: xanthoeidḗs | Transliteration B: xanthoeidēs | Transliteration C: ksanthoeidis | Beta Code: canqoeidh/s |
ές, A yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.
ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.