ἐμετός

From LSJ
Revision as of 01:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμετός Medium diacritics: ἐμετός Low diacritics: εμετός Capitals: ΕΜΕΤΟΣ
Transliteration A: emetós Transliteration B: emetos Transliteration C: emetos Beta Code: e)meto/s

English (LSJ)

ή, όν, A vomited, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμετός: ἴδε ἔμετος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και έμετος, ο (AM ἔμετος)
αντανακλαστικό φαινόμενο από ποικίλες αιτίες κατά το οποίο εξέρχεται από το στόμα το περιεχόμενο του στομάχου
νεοελλ.
αίσθημα αηδίας
αρχ.
τάση για εμετό, αναγούλα.