ἐναπόθεσις
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
εως, ἡ, A depositing, καταλήψεων S.E.P.3.188.
German (Pape)
[Seite 828] ἡ, das Niederlegen in, Sext. Emp. Pyrrh. 3, 188.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόθεσις: -εως, ἡ, τὸ ἐναποτιθέναι τι ἔν τινι, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 188.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
almacenamiento, depósito καταλήψεων Chrysipp.Stoic.2.30.43, τῆς αὐτοῦ ποιότητός τε καὶ δυνάμεως Gal.5.707.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπόθεσις: εως ἡ вкладывание, откладывание (ἐ. καταλήψεων καὶ ἀθροισμός Sext.).