ἀθροισμός
English (LSJ)
ὁ, = ἄθροισις, Thphr. CP1.10.7, cf. Epicur.Ep.2p.38U., Nat.14.4, S.E.P.3.188; μισθοφόρων Max.Tyr.6.7; condensation, Thphr. CP 5.2.1. ἁθροιστέον, one must collect, X.Lac.7.4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I de pers. reunión, agrupación τοὺς ἀθροισμοὺς τοὺς ἐν τοῖς ὅπλοις las levas Plb.4.22.10, cf. Poll.1.176, μισθοφόρων Max.Tyr.35.7, δούλων Poll.9.143.
II de cosas
1 acumulación, agrupación de átomos, Epicur.Ep.[3] 90, Nat.14.37.5, χρημάτων D.S.5.77
•ret. acumulación ἀθροισμοί καὶ μεταβολαὶ καὶ κλίμακες Longin.23.1, ἀθροισμός, cum plures sensus breuiter ... in unum locum coaceruant Isid.Etym.2.21.40.
2 concentración, condensación Emp.A 30, de la savia ἀ. εἰς ταῦτα γένηται τῆς γονίμου δυνάμεως Thphr.CP 5.2.1, πνεύματος Thphr.Vent.34, cf. abs., Thphr.CP 1.10.7, Thphr.Ign.73, de la ira, Aq.Ps.29(30).6.
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, Versammlung, ἐν τοῖς ὅπλοις Pol. 4, 22, 10; Anhäufung, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθροισμός: ὁ, = ἄθροισις, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 10, 7· συμπύκνωσις, ὁ αὐτ. 5. 2, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀθροισμός: атт. ἁθροισμός ὁ собрание, сбор: τοὺς ἀθροισμοὺς τοὺς ἐν τοῖς ὅπλοις παραγγέλλειν Polyb. отдать приказ о сборе войсковых частей при оружии.