ἐπαναδιπλάζω
From LSJ
English (LSJ)
poet. ἐπανδ-, A reiterate questions, A.Pr.817.
German (Pape)
[Seite 899] noch dazu verdoppeln, noch einmal fragen, καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε Aesch. Prom. 819.
Greek Monolingual
ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)
ξαναρωτώ («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. του διπλασιάζω)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναδῐπλάζω: Aesch. = ἐπανδιπλάζω.