δαίω
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
English (LSJ)
(A), Act. only pres. and impf. (but ἔδευσε may be for ἔδαυσε aor. 1, cf. infr. 11, Berl.Sitzb. 1902.1098): —Pass., pres. and impf., Hom.: aor. 2 subj.
A δάηται Il.20.316: also intr. in pf. 2 Act. δέδηα, plpf. δεδήειν (v. infr.); Ep. part. fem. δεδᾰυῖα Nonn.D.6.305: aor. part. δαισθείς E.Heracl.914 (if not from δαίνυμι): also aor. 2 subj. δαβῇ, ἐκδαβῇ, Hsch.: pf. Pass. δέδαυμαι (v. infr. 11). (Δαϝ-ψω, cf. δε-δαυ-μένος, δαβελός, Skt. dunō óti 'burn'):—poet. Verb, light up, kindle, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ she made fire burn from... Il.5.4, cf. 7; ἐκ δ' αὐτοῦ δαῖε φλόγα 18.206, cf. 227; so πῦρ καὶ φῶς δ. A.Ch.864 (lyr.); φλόγα Id.Ag.496: metaph., δαῖε δ' ἐν ὀφθαλμοῖς . . πόθον A.R.4.1147:—Pass., blaze, burn fiercely, ἐν πεδίῳ πῦρ δαίετο καῖε δὲ νεκρούς Il.21.343; πυρὶ ὄσσε δεδήει blazed with fire, 12.466; ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται blaze like fire, Od.6.132; σεμνῶν ὀργίων ἐδαίετο φλόξ S.Tr.765: mostly metaph. sense, μάχη πόλεμός τε δέδηεν Il.20.18, al., cf. 12.35, 17.253; Ὄσσα δεδήει Rumour spread like wild-fire, 2.93; φιλοφροσύνη δεδήει glowed, Emp.130.2. II burn up, μῆρ' ἐπὶ βωμῶν Epigr.Gr.1035.20 (Pergam.); σάρκας ἔδευσε (sic) πυρί Berl.Sitzb. l.c.; τὰν χώραν δ. Decr.Byz. ap. D.18.90; use cautery, Hp.Haem.2 (very rare in Prose):—Pass., φλογὶ σῶμα δαισθείς E. l.c.; μηρίων δεδαυμένων Semon.30; ἐν ἔρωτι δεδ., prob. in Call.Epigr.50 (cf. δάκνω 111).
δαίω (B),
A divide:—Act. is not found in this sense (for aor. ἔδαισα v. δαίνυμι) , δαΐζω being used:—Pass., δαίεται ἦτορ my heart is torn, distracted, Od.1.48: Ep. 3pl. pf., Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται ib.23: —more freq. in Med., distribute, κρέα δαίετο 15.140; κρέα πολλὰ δαιόμενος 17.332; πήματα . . δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.P.3.81; cf. δατέομαι. II aor. ἔδαισα, feast, from Hdt. downwards, though formed from δαίω, belongs in sense to δαίνυμι (q. v.):—Med., feast on, [ἀμβροσίην] δαίονται Matro Conv.72. (δαι- also in δαίς, δαίνυμι, etc.: prob. akin to δα- in δατέομαι.)