ἐρευνητέον
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
A one must inquire, ποῖα.. X.Smp.8.39; εἰ.. Ph.2.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευνητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐρευνάω, δεῖ ἐρευνᾶν, Ξεν. Συμπ. 8. 39.
Greek Monotonic
ἐρευνητέον: ρημ. επίθ., πρέπει να ερευνήσουμε, σε Ξεν.