ἐρείπιος
From LSJ
Full diacritics: ἐρείπιος | Medium diacritics: ἐρείπιος | Low diacritics: ερείπιος | Capitals: ΕΡΕΙΠΙΟΣ |
Transliteration A: ereípios | Transliteration B: ereipios | Transliteration C: ereipios | Beta Code: e)rei/pios |
ον, A falling, ruinous, οἰκία Ph.1.197, cf. 2.436; ἐρείπιος γῆ· ἡ χέρσος, Suid.
[Seite 1024] ον, einstürzend, οἰκία Philo.
ἐρείπιος: -ον, ἐν καταστάσει ἐρειπίου, Φίλων Ι. 197. 37. - Κατὰ Σουΐδ.: «ἐρείπιος γῆ, ἡ χέρσος», πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. δαπέδοις.